- μέμφομαι
- (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω)1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου3. έχω παράπονα εναντίον κάποιου, δεν είμαι ικανοποιημένος από κάποιον («μέμφομαι ἡμῑν λογισαμένοις», Λουκιαν.)μσν.-αρχ.(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, υφίσταμαι μομφή («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)αρχ.(γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τιμῆς ἐμέμφθη», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *membh- «κρίνω, κατακρίνω» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. bimampjan «περιγελώ, χλευάζω, υβρίζω» (με ανερμήνευτο -p-) και αρχ. ιρλδ. mebul.ΠΑΡ. μεμπτός, μέμψη, μομφήαρχ.μέμφειρα, μεμφητός, μεμφωλή.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμέμφομαι, καταμέμφομαιαρχ.αντιμέμφομαι, απομέμφομαι, διαμέμφομαι, προσμέμφομαι, υπομέμφομαι].
Dictionary of Greek. 2013.